πλευρικός

πλευρικός
-ή, -ό / πλευρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πλευρά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο).
2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» — οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους οφείλεται στη γεωμετρική ερμηνεία τών αναδρομικών σχέσεων
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ή προέρχεται από το πλευρό, από τα πλάγια (α. «πλευρικές κινήσεις τού εχθρού» β. «πλευρική επίθεση»)
2. φρ. α) «πλευρική έκκριση»
γεωλ. γεωλογική διεργασία κατά την οποία τα μεταλλοφόρα ορυκτά, αφού αποχωριστούν από το μητρικό πέτρωμα ως υδατικά διαλύματα αποτίθενται εκ νέου μέσα σε παρακείμενα ανοίγματα
β) «πλευρικό τόξο» — τόξο που σχηματίζεται από τους πλευρικούς χόνδρους τής 8ης, 9ης και 10ης πλευράς, με τους οποίους συνδέονται οι πλευρές με το στέρνο
γ) «πλευρικός χόνδρος» ο χόνδρος που συντάσσει κάθε πλευρά με το στέρνο ή με την υπερκείμενη πλευρά
δ) «πλευρική αύλακα» — αύλακα στην εσωτερική επιφάνεια τών πλευρών προς το κάτω χείλος
ε) «πλευρικό μερίστωμα»
βοτ. μερίστωμα δευτερογενές που δημιουργείται από μόνιμα κύτταρα στα οποία επανέρχεται η ικανότητα διαίρεσης
στ) «πλευρική ζώνη διαμόρφωσης» (επικοιν.) καθένα από τα φάσματα συχνοτήτων που εμφανίζονται και στις δύο πλευρές τής συχνότητας τού φέροντος κύματος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πλευρικά
οι πλευρές («τὰ πλευρικὰ τοῡ βοός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλευρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πλευρά ή τα πλευρά, στα πλάγια: Η πλευρική αντοχή του πλοίου δεν είναι μεγάλη. 2. (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στις πλευρές του σώματος: Πλευρικός πόνος. 3. αυτός που γίνεται από τα πλάγια: Πλευρική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλευρικά — πλευρικός of neut nom/voc/acc pl πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc/acc dual πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικῶν — πλευρικός of fem gen pl πλευρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικόν — πλευρικός of masc acc sg πλευρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικοί — πλευρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικοῦ — πλευρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικούς — πλευρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρική — πλευρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικήν — πλευρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”